- συμπαραστατώ
- (ε), συμπαραστέκομαι (αόρ. συμπαραστάθηκα) 1. μετ. помогать, поддерживать, выручить;
την συμπαραστάθηκε στίς δύσκολες στιγμές — он ей помог в трудную минуту;
2. αμετ. стоять, быть рядом; быть солидарным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.